ανάδιπλα

ανάδιπλα
(I)
επίρρ.
κοντά, από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + δίπλα].
————————
(II)
(Μ ἀνάδιπλα) επίρρ. [ανάδιπλος]
ανάποδα, αντίστροφα, αντίθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + δίπλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάγερτα — επίρρ. [αναγερτός] ανάδιπλα, ανάποδα οξύτ. αναγερτά γερτά, πλαγιαστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”